κοιλοτήτων

κοιλοτήτων
κοιλότης
hollowness
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μύτη — (Ανατ.). Στον άνθρωπο η μ. παρουσιάζεται σαν μια πυραμιδοειδής προεξοχή στο κέντρο περίπου του προσώπου. Αποτελεί σημαντικό αισθητικό, φυσιογνωμικό και φυλετικό στοιχείο, αλλά και τη φυσική προστασία των πρώτων αεροφόρων οδών και το όργανο της… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • λίμνη — Φυσική κοιλότητα (λεκάνη) της επιφάνειας της Γης, γεμάτη γλυκό ή υφάλμυρο νερό. Όταν μια λ. έχει δημιουργηθεί από την τεχνητή απόφραξη μιας κοιλάδας με φράγμα, τότε ονομάζεται τεχνητή λ. Τα περισσότερα χαρακτηριστικά των λ. (βάθος, αλμυρότητα… …   Dictionary of Greek

  • ηχοκαρδιογραφία — Εξέταση που χρησιμοποιεί τους υπερήχους (συχνότητας μεγαλύτερης των 20 kHz που δεν γίνονται αντιληπτοί από τον άνθρωπο), οι οποίοι επιτρέπουν στον γιατρό να σχηματίζει εικόνα της εσωτερικής δομής της καρδιάς και των κινήσεών της. Ένα εξάρτημα που …   Dictionary of Greek

  • βαθύμετρο — το 1. όργανο ακρίβειας για τη μέτρηση του βάθους, διαφοράς στάθμης, διαφόρων μηχανικών κοιλοτήτων (οπών, εγκοπών κ.λπ.) 2. (ή «κλισιόμετρο ορίζοντος») οπτικό όργανο που χρησιμοποιείται κυρίως από τους ναυτικούς και με τον οποίο προσδιορίζεται η… …   Dictionary of Greek

  • βλεννογόνος — Η μεμβράνη που επενδύει την εσωτερική επιφάνεια των κοίλων οργάνων, τα οποία επικοινωνούν με το εξωτερικό του σώματος. Β. έχουν για παράδειγμα οι ρινικές κοιλότητες και οι παραρινικοί κόλποι, το στόμα, ολόκληρος ο πεπτικός σωλήνας, η ουροδόχος… …   Dictionary of Greek

  • διαφανοσκοπία — και διαφανοσκόπηση, η η εξέταση διαφόρων κοιλοτήτων τού ανθρώπινου σώματος με διαφανοσκόπιο …   Dictionary of Greek

  • διαφανοσκόπιο — το όργανο με μικρή λάμπα για την εξέταση τού ματιού ή κοιλοτήτων τού ανθρώπινου σώματος …   Dictionary of Greek

  • διώρυγα — Τεχνητός υδάτινος δρόμος, που δημιουργεί πλωτή γραμμή επικοινωνίας ή μεταφέρει νερά από έναν τόπο σε άλλον για διάφορους σκοπούς και χρήσεις. Οι δ. διακρίνονται κυρίως σε πλωτές, παρακαμπτήριες, ύδρευσης, αποξήρανσης και άρδευσης. Οι πλωτές δ.… …   Dictionary of Greek

  • εμβρυολογία — Επιστήμη που μελετά την ανάπτυξη των οργανισμών, από τις πρώτες διαιρέσεις του ζυγωτού έως την ολοκλήρωση του σχηματισμού των οργάνων του ατόμου. Οι μέθοδοι που ακολουθεί είναι περιγραφικές (ε. των φυτών· ε. των ζώων· ε. του ανθρώπου),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”